- γίγγλυμος
- ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός)γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα)αρχ.1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου2. πόρπη3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας4. ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό όρο προφανώς αναδιπλασιασμένο].
Dictionary of Greek. 2013.