γίγγλυμος

γίγγλυμος
ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός)
γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα)
αρχ.
1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου
2. πόρπη
3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας
4. ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό όρο προφανώς αναδιπλασιασμένο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιγγλυμός — γίγγλυμος hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμος — hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλυμῶν — γίγγλυμος hinge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμοις — γίγγλυμος hinge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμου — γίγγλυμος hinge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμους — γίγγλυμος hinge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμῳ — γίγγλυμος hinge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμον — γίγγλυμος hinge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”